-
1 выключать
выключать, выключить δια κόπτω· \выключать свет σβήνω το φως· \выключать ток κόβω το ηλεκτρικό· \выключать телефон αποσυνδέω το τηλέφωνο' \выключать радио κλείνω το ραδιόφωνο* * *= выключитьвыключа́ть свет — σβήνω το φως
выключа́ть ток — κόβω το ηλεκτρικό
выключа́ть телефо́н — αποσυνδέω το τηλέφωνο
выключа́ть ра́дио — κλείνω το ραδιόφωνο
См. также в других словарях:
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek
αποτμήγω — ἀποτμήγω (Α) (επικ. τ. του αποτέμνω) αποκόπτω, αποχωρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + τμήγω («κόπτω, σχίζω»), συνηθέστ. συνθ. με τις προθ. από και διά] … Dictionary of Greek
κόπος — ο (ΑM κόπος) 1. κάματος, κόπωση, κούραση («οὐδὲ τὰ γόνατα κόπος έλεῑ μου καματηρός», Αριστοφ.) 2. η καταβολή σωματικών δυνάμεων ή ψυχικών προσπαθειών, εργασία (α. «κάθε μέρα σκοτώνεται στη δουλειά και κανείς δεν λογαριάζει τον κόπο του» β. «μήπως … Dictionary of Greek